Δύο αδέρφια σπούδασαν στην Αγγλία, αλλά επέστρεψαν στο χωριό για να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία

Η ιστορία δύο αδελφών που επέστρεψαν στο χωριό τους για να γίνουν κτηνοτρόφοι. Σπούδασαν, έζησαν στην Αγγλία, μα τελικά ακολούθησαν την οικογενειακή παράδοση, οργανώνοντας παράλληλα και τον πρώτο δημοτικό ξενώνα στα μέρη τους.

Ο Φίλιππος και ο Φώτης Παπαϊωάννου είναι αδέλφια. Γεννήθηκαν στο Σούλι, έβγαλαν το δημοτικό στο χωριό τους, πήγαν γυμνάσιο στο Γαρδίκι και λύκειο στην Παραμυθιά. Συνέχισαν σπουδάζοντας, ο μεν Φίλιππος μηχανικός γεωτεχνολογίας περιβάλλοντος στην Κοζάνη, ο δε Φώτης οικονομικά (διεθνές εμπόριο) στην Καστοριά.

Και μετά έφυγαν· πήγαν στην Αγγλία, όπου δούλεψαν σαν εργάτες σε διάφορες εταιρίες φωτοβολταϊκών. Μεγάλη απόφαση. «Αν περιμέναμε να βρούμε δουλειά στο αντικείμενό μας, θα έπρεπε να μας τρέφουν οι γονείς μας. Κάτι που δεν το δεχόμαστε», εξηγούν ο Φίλιππος και ο Φώτης. «Οργανώσαμε λοιπόν τη ζωή μας έτσι ώστε να δουλεύουμε τον χειμώνα στην Αγγλία –έγινε σχετική συμφωνία με τους εργοδότες μας εκεί– και το καλοκαίρι στην Ελλάδα, στον τουρισμό: στα ξενοδοχεία και στα εστιατόρια της Πάργας, στο Καναλάκι και στον Αχέροντα. Δεν μας ενοχλούσε που άλλο σπουδάσαμε κι άλλο κάναμε. Αυτός ο τρόπος ζωής ήταν μονόδρομος, τότε. Όσον αφορά τον τουρισμό, άλλωστε, δουλεύαμε στον κλάδο ήδη από όταν ήμασταν μαθητές 15 χρονών, στις καλοκαιρινές διακοπές».

Όταν τελικά θέλησαν να φύγουν από την Αγγλία, αποφάσισαν πως δεν θα επέστρεφαν απλώς στην Ελλάδα: θα έρχονταν να μείνουν μόνιμα στο Σούλι και θα ακολουθούσαν το επάγγελμα της οικογένειάς τους –θα γίνονταν κτηνοτρόφοι.

Ριζική αλλαγή ζωής

«Ολόκληρη η οικογένειά μας, ο πατέρας, η μητέρα μας, αλλά και οι γιαγιάδες με τους παππούδες, ήταν κατά παράδοση κτηνοτρόφοι. Η κτηνοτροφία είναι η βασική ασχολία ολόκληρης της περιοχής του Σουλίου», μας λένε ο Φίλιππος με τον Φώτη.

Αλλαγή χώρας, αλλαγή δουλειάς. Δεν σας δυσκόλεψε αυτή η τόσο ριζική μεταβολή της ζωής σας;

Η απάντηση έρχεται ήρεμα και αυθόρμητα. «Όχι, καθόλου. Γιατί άλλωστε; Οι ρυθμοί ζωής, που εδώ είναι ασύγκριτα πιο ήσυχοι, το ότι δεν υπάρχουν τόσοι και τόσο διαφορετικοί άνθρωποι τριγύρω, το ότι είμαστε μαζί με την οικογένειά μας, όλα ήταν πράγματα πολύ ευπρόσδεκτα. Παράλληλα, επίσης, η δουλειά του κτηνοτρόφου μας ήταν κάτι πολύ οικείο. Είμαστε συνηθισμένοι από παιδιά στις σχετικές εργασίες –οπότε και γνωρίζαμε, ενώ είχαμε ζήσει και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Ξαναμπήκαμε λοιπόν ομαλά από ψυχολογική και κοινωνική άποψη σε ό,τι είχαμε αφήσει πίσω. Μόνο που πλέον το είδαμε πολύ συστηματικά και υπεύθυνα, αφού αποφασίσαμε πως αυτό θα ήταν πια το επάγγελμά μας».

Πώς θα περιγράφατε μια συνηθισμένη σας μέρα; Ποια είναι η καθημερινή ρουτίνα;

«Ξυπνάμε γύρω στις 6 το πρωί όλον το χρόνο και πάμε στους στάβλους, οι οποίοι απέχουν 200 μέτρα από το σπίτι. Ταΐζουμε, καθαρίζουμε, αρμέγουμε, ελέγχουμε τα ζώα αν είναι καλά στην υγεία τους. Μεταφέρουμε έπειτα το γάλα στην παγολεκάνη (μεγάλο ειδικό ψυγείο). Νωρίς το μεσημέρι, γύρω στις 12, τελειώνει η πρωινή δουλειά.

Τα ζώα φεύγουν για τον βοσκότοπο μόνα τους και γυρνούν το απόγευμα πάλι μόνα τους –ναι, μην απορείτε, ξέρουν τον δρόμο. Είτε είναι καλοκαίρι, είτε χειμώνας, είναι σαν να έχουν ένα εσωτερικό ρολόι που τους λέει πότε πρέπει να φύγουν και πότε πρέπει να γυρίσουν. Πάντα πριν νυχτώσει. Αυτή ακριβώς η διαδικασία της ελεύθερης βοσκής είναι που διασφαλίζει και την υπέρτερη ποιότητα του κρέατος και του γάλακτος».

Το απόγευμα επανερχόμαστε στους στάβλους, αρμέγουμε, ίσως να καθαρίσουμε πάλι. Τότε τελειώνει η δουλειά. Το καλοκαίρι γύρω στις 10.30 το βράδυ, τον χειμώνα περίπου στις 7 το απόγευμα».

Εντωμεταξύ οι νεαροί κτηνοτρόφοι αποφάσισαν να δράσουν ανεξάρτητα από την ήδη υπάρχουσα οικογενειακή επιχείρηση. «Αγοράσαμε δικά μας ζώα και φτιάξαμε το δικό μας κοπάδι», εξηγούν. «Για παράδειγμα, ο πατέρας μας είχε και έχει κατσίκια ντόπια –όλο του το κοπάδι αποτελείται από ντόπια κατσίκια. Εμείς, όμως, αγοράσαμε ράτσες εξελιγμένες, οι οποίες παράγουν περισσότερο γάλα και εγκλιματίζονται εύκολα σε κάθε τόπο». Τους βοήθησαν οι σπουδές τους; «Οι δικές μου σπουδές, όχι», παραδέχεται ο Φίλιππος. Αντίθετα, οι σπουδές του Φώτη φάνηκαν χρήσιμες όσον αφορά την οργάνωση των οικονομικών.

Πώς μπήκε ο δημοτικός ξενώνας στη ζωή τους

«Ήταν η αγάπη για τον τόπο μας», όπως μας λένε. «Μέχρι που αναλάβαμε τον ξενώνα δεν υπήρχε καμία υποδομή, τίποτα για να διευκολύνει τον επισκέπτη που θα έφτανε μέχρι εδώ –εκτός από ένα καφενείο. Για τον ξένο, το Σούλι ήταν εκ των πραγμάτων ένα απλό πέρασμα. Αν και οι περισσότεροι που έρχονταν ήθελαν να μείνουν, να μάθουν, να αισθανθούν τον τόπο».

Ο ξενώνας υπήρχε και ανήκε στον Δήμο Σουλίου, αλλά ήταν ανενεργός. «Σκεφτήκαμε να τον αναλάβουμε λόγω της πρότερης ενασχόλησής μας με τον τουρισμό και την εστίαση, αφού, έστω και με διαλείμματα, είχαμε σχεδόν 15 χρόνια εμπειρίας. Τον νοικιάσαμε λοιπόν πριν από 3 χρόνια, τον εξοπλίσαμε και από τότε τον λειτουργούμε συστηματικά, όλο τον χρόνο. Η λειτουργία του είναι προφανώς κάτι ξεχωριστό, που ναι μεν το δουλεύουμε παράλληλα με τις κτηνοτροφικές εργασίες, έχει όμως δικές του απαιτήσεις. Η διαχείριση προϋποθέτει μια ολόκληρη σειρά από εντελώς διαφορετικές ικανότητες».

Ο πετρόκτιστος, λιτός ξενώνας βρίσκεται στο πλάτωμα του χωριού. Εκτός από τη διαμονή στα απλά, νοικοκυρεμένα δωμάτια, προσφέρει πρωινό με τοπικά χειροποίητα προϊόντα, αλλά και εξαιρετικό φαγητό από την κα. Παναγιώτα Τσιρώνη-Παπαϊωάννου, τη μητέρα του Φίλιππου και του Φώτη. Το μενού περιλαμβάνει ντόπια κρέατα της ώρας και μαγειρευτά τις γιορτές και τις αργίες (ή κατόπιν παραγγελίας), καθώς και τα καταπληκτικά τυριά που φτιάχνει η ίδια με το γάλα το οποίο παράγει η οικογένεια. Φυσικά υπάρχει πάντα καφές, τσάι, αναψυκτικά, μπύρα και γλυκά του κουταλιού, φτιαγμένα από την Εύα Καλλόνη.

Η Εύα είναι από τον Βουβοπόταμο, ένα χωριό που βρίσκεται στον κάμπο του Φαναρίου. Έχει σπουδάσει νοσηλευτική, είναι μαζί με τον Φώτη 10 χρόνια και τώρα ετοιμάζονται να παντρευτούν. Η Εύα είναι η ψυχή του ξενώνα: χωρίς την παρουσία της, δεν θα μπορούσε να υπάρχει.

Σου αρέσει ο τρόπος που ζεις, Εύα; Άλλο σπούδασες, άλλο κάνεις.

«Σίγουρα ναι. Μου αρέσει η φύση, η ησυχία του τόπου, η επαφή με τους ανθρώπους, η επικοινωνία. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, όταν έχουμε και τους περισσότερους επισκέπτες λόγω της γενικής αύξησης του τουρισμού στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου. Σημαντικό είναι βέβαια κι ένα ιδιαίτερο κομμάτι του ορειβατικού τουρισμού κάθε άνοιξη και φθινόπωρο, που δεν κάνει πολύ ζέστη». Οι περισσότεροι που έρχονται είναι Έλληνες, μας λέει η Εύα, ενώ ο Φώτης συμπληρώνει ότι «οι ξένοι που φτάνουν μέχρι εδώ είναι συνειδητοποιημένοι: ξέρουν την ιστορία και βγάζουν έντονο συναίσθημα».

«Ο τόπος μας είναι πολύ λιτός», μας λέει ο Φίλιππος. «Υπήρξε πάντα φτωχός, αλλά με τεράστιο απόθεμα σε ψυχή. Αυτό βλέπουν οι γνώστες κι αυτό διαισθάνονται εκείνοι που δεν ξέρουν. Με την ίδρυση λοιπόν του ξενώνα όποιος έρθει εδώ αποκτά μια έδρα για να επισκεφτεί το Κούγκι, την Κιάφα, την οικία Τζαβέλλα, το παλιό νεκροταφείο των Σουλιωτών ή τους Μύλους Σουλίου –τους παλιούς νερόμυλους, όπου οι ντόπιοι άλεθαν το ξερικό καλαμπόκι».

Ο επισκέπτης θα σταθεί βέβαια και στην ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του χωριού, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αγωνιστική ιστορία του Σουλίου. «Θα δει με την ησυχία του τα σπίτια με τα στενά παράθυρα σαν πολεμίστρες», λέει ο Φίλιππος, «αλλά και τα αρχαία πηγάδια εδώ πάνω από τον ξενώνα, που διασφάλιζαν αυτονομία ύδρευσης σε κάθε οικογένεια. Και θα καταλάβει τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτόν τον τόπο, ο οποίος είναι τόσο δυσπρόσιτος και άγριος».

Φίλιππε, Φώτη, είναι μια καλή ζωή αυτή που διαλέξατε;

«Είναι μια καλή, ήρεμη, παραγωγική ζωή, η οποία μας προσφέρει τα μέσα για να ζούμε και μας δίνει τη δυνατότητα να προσφέρουμε και κάτι στον τόπο μας. Άρα ναι –ήταν και είναι μια καλή επιλογή».

Πληροφορίες

Ξενώνας Σουλίου, 6987878251, xenonas_souliou19@hotmail.com

Πηγή: fanpage.gr

Τέλος Άρθρου
Μετάβαση στο περιεχόμενο